- αλμπουρίζω
- Ναυτ. [άλμπουρο]τοποθετώ τον ιστό, ιστιοθετώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλμπουρο — και άρμπουρο, το ιστός πλοίου, κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. alboro < arboro (πρβλ. ιταλ. albero «δέντρο») < λατ. arbor «δέντρο». ΠΑΡ. νεοελ. αλμπουρίζω] … Dictionary of Greek